- ἐπιτρομέουσι
- ἐπιτρομέωto be in fear ofpres part act masc/neut dat pl (epic doric ionic)ἐπιτρομέωto be in fear ofpres ind act 3rd pl (epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιτρομώ — ἐπιτρομῶ, έω (Α) τρέμω, φοβάμαι κάτι («ἐπιτρομέουσι νομῆες χειμάρρους» οι βοσκοί τρέμουν τους χειμάρρους, Κόιντ.) … Dictionary of Greek